Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάβανο
1 εγγραφή
σάβανο το [sávano] Ο41 : 1. αμεταχείριστο λευκό ύφασμα που το χρησιμο ποιούν ως νεκρικό σεντόνι. (γνωμ.) τα σάβανα δεν έχουν τσέπες*. 2. (μτφ.) για κτ. το οποίο καλύπτει ό,τι θεωρείται ή είναι νεκρό: Tα νερά του Aτλαντικού έγιναν το ~ για είκοσι ναυτικούς μας. Tο χιόνι (σαν) λευκό ~ κάλυψε τους κάμπους.

[ελνστ. σάβανον (σημιτ. προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες