Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρύπος ο [rípos] Ο18 : 1.(λόγ.) βρομιά, λέρα. || (μτφ.): Ο ~ της διαφθοράς. 2. κάθε ουσία (μη οργανική) που ρυπαίνει το περιβάλλον: Aύξηση / μέτρηση των ατμοσφαιρικών ρύπων.
[λόγ.: 1: αρχ. ῥύπος `βρομιά΄· 2: σημδ. αγγλ. pollution]