Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρούγα
1 εγγραφή
ρούγα η [rúγa] Ο25α : (λογοτ.) δρόμος ή πλατεία. ΠAΡ Άσχημο στην κούνια*, όμορφο στη ~. || συνοικία, μαχαλάς.

[μσν. ρούγα < ιταλ. ruga]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες