Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρούβλι το [rúvli] Ο44 γεν. και ρουβλίου, ρουβλίων : η νομισματική μονάδα της Ρωσίας.
[λόγ. ρούβλιον < ρωσ. rublj -ιον (ορθογρ. δαν., πρβ. λαϊκό ρούμπλι)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ρούβλιον < ρωσ. rublj -ιον (ορθογρ. δαν., πρβ. λαϊκό ρούμπλι)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |