Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεσάλτο
1 εγγραφή
ρεσάλτο το [resálto] Ο39 : 1.(ναυτ.) έφοδος του αγήματος πλοίου σε άλλο πλοίο: Kυρίεψαν το εχθρικό πλοίο με ~. 2. (προφ., μτφ.) τολμηρή και παρακινδυνευμένη ριψοκίνδυνη ενέργεια, απόπειρα: Aν και καταχρεωμένος, αποφάσισε το ~: να ανοίξει και δεύτερο μαγαζί παίρνοντας κι άλλο δάνειο.

[βεν. ressalto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες