Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ραίνω [réno] Ρ7.1α : ρίχνω, σκορπίζω πάνω σε κπ. άνθη, σταγόνες νερού κτλ., συνήθ. στη διάρκεια μιας τελετής, μιας επίσημης υποδοχής κτλ.· (πρβ. ραντίζω): Οι καλεσμένοι έραιναν τους νεόνυμφους με ροδοπέταλα. (έκφρ.) το ΄κανε και το ΄ρανε, ειρωνικά, για αποτυχία.
[αρχ. ῥαίνω]