Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραίνω
1 εγγραφή
ραίνω [réno] Ρ7.1α : ρίχνω, σκορπίζω πάνω σε κπ. άνθη, σταγόνες νερού κτλ., συνήθ. στη διάρκεια μιας τελετής, μιας επίσημης υποδοχής κτλ.· (πρβ. ραντίζω): Οι καλεσμένοι έραιναν τους νεόνυμφους με ροδοπέταλα. (έκφρ.) το ΄κανε και το ΄ρανε, ειρωνικά, για αποτυχία.

[αρχ. ῥαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες