Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρήτορας ο [rítoras] Ο5 : α.αυτός που μιλάει μπροστά σε ακροατήριο, προς το οποίο και απευθύνεται, συνήθ. από ένα βήμα: Φωνές αποδοκιμασίας διέκοψαν το ρήτορα. Aυτοσχέδιοι ρήτορες παρότρυναν τους διαδηλωτές να προχωρήσουν. β. αυτός που έχει μια εξαιρετική ικανότητα να μιλάει με ευφράδεια μπροστά σε ένα ακροατήριο και να το συγκινεί, ο καλός ρήτορας: Σήμερα, λίγοι από τους πολιτικούς είναι και ρήτορες. || Οι μεγάλοι ρήτορες της αρχαιότητας, ο Δημοσθένης, ο Kικέρωνας κτλ.
[λόγ. < αρχ. ῥήτωρ, αιτ. -ορα]