Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρήξη η [ríksi] Ο31 : 1.(ιατρ.) η βίαιη διάσπαση της συνέχειας ενός ιστού: ~ αγγείων / μήτρας / σπλήνας. H ~ του ωοθηλακίου. 2. όξυνση μιας αντίθεσης ή αντιπαράθεσης, που υπάρχει σε κάποια σχέση, ως το σημείο που να προκαλείται μια βίαιη σύγκρουση, ένα βίαιο αποτέλεσμα: H άκρα αριστερά επιδιώκει να έρθει σε ~ με την κυβέρνηση. Στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε την οριστική ~, προτείναμε κάποιους συμβιβασμούς.
[λόγ.: 1: αρχ. ῥῆξις (-σις > -ση)· 2: σημδ. γαλλ. rupture]