Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ράδα
1 εγγραφή
ράδα η [ráδa] Ο25α : (ναυτ.) ανοιχτό και ευρύχωρο αγκυροβόλιο.

[μσν. ράδα < ιταλ. rada]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες