Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ράγα 1 η [ráγa] Ο25 : σιδερένια ράβδος πάνω στην οποία σύρεται κτ.: H ~ της συρτής πόρτας. || (συνήθ. πληθ.) οι σιδηροτροχιές της σιδηροδρομικής γραμμής, οι γραμμές του τρένου.
[γαλλ. rail -α]
- ράγα 2 η : 1.οι μικροί σφαιρικοί καρποί που αποτελούν το τσαμπί του σταφυλιού· ρώγα1. 2. η θηλή του μαστού· ρώγα2.
[1: αρχ. ῥάξ, αιτ. ῥᾶγα· 2: μσν. σημ.]
- ραγάδα η [raγáδa] Ο26 : μικρή σχισμή, γραμμοειδής ρωγμή σε επιφάνεια και ειδικότερα στο δέρμα: Οι ραγάδες γύρω από τη θηλή του μαστού γυναίκας που θηλάζει. Ραγάδες του πρωκτού.
[λόγ. < ελνστ. ῥαγάς, αιτ. -άδα, αρχ. σημ.: `σχισμή στο έδαφος΄]
- ραγάνι το [raγáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) καταιγίδα με ανεμοστρόβιλο· (πρβ. τυφώνας).
[τουρκ. urağan (< γαλλ. ouragan) -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]