Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πόρρω [póro] επίρρ. : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση ~ απέχει κτ., βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, αναντιστοιχία, διαφέρει πολύ: Οι δείκτες της οικονομίας μας ~ απέχουν από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς.
[λόγ. < αρχ. πόρρω]