Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόρρω
1 εγγραφή
πόρρω [póro] επίρρ. : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση ~ απέχει κτ., βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, αναντιστοιχία, διαφέρει πολύ: Οι δείκτες της οικονομίας μας ~ απέχουν από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς.

[λόγ. < αρχ. πόρρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες