Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρπολώ
1 εγγραφή
πυρπολώ [pirpoló] -ούμαι Ρ10.9 : 1. καίω κτ., του βάζω φωτιά για να το καταστρέψω: Kυρίεψαν την πόλη και την πυρπόλησαν. 2. (λογοτ.) προκαλώ συναισθηματική ένταση: Ο ενθουσιασμός πυρπολούσε τις καρδιές τους.

[λόγ. < αρχ. πυρπολῶ `συντηρώ τη φωτιά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες