Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυροβόλο το [pirovólo] Ο39 : 1. (ως επίθ.) ~ όπλο, που εκτοξεύει βλήμα μέσα από ειδικό σωλήνα (κάννη) με τη δύναμη των αερίων τα οποία παράγονται από την καύση ορισμένης εκρηκτικής ύλης, συνήθ. πυρίτιδας: H χρήση των πυροβόλων όπλων προκάλεσε επανάσταση στην πολεμική τέχνη. 2. μη φορητό πυροβόλο όπλο, συνήθ. τοποθετημένο πάνω σε τροχούς, που εκτοξεύει μεγάλα βλήματα σε σχετικά μεγάλη απόσταση· κανόνι: Kιλλίβαντας / κλείστρο / βλήμα του πυροβόλου. ~ (διαμετρήματος) 75 / 105 / 155 χιλιοστών. ~ 12 / 20 ιντσών. Ένα ~ μεγάλου / μικρού βεληνεκούς. Aντιαεροπορικό ~. Tα πυροβόλα ενός φρουρίου / πολεμικού πλοίου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. πυροβόλος `που ρίχνει φωτιά΄ (για αναμμένα βέλη)]
- πυροβολώ [pirovoló] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω βολή, ρίχνω με φορητό πυροβόλο όπλο: ~ με πιστόλι / με τουφέκι. Γιόρταζαν την επιτυχία τους πίνοντας και πυροβολώντας. α. ρίχνω με φορητό πυροβόλο όπλο προς ορισμέ νη κατεύθυνση: ~ στον αέρα, χωρίς στόχο. H αστυνομία πυροβόλησε τους διαδηλωτές. ~ εξ επαφής. ΦΡ ~ στο ψαχνό*. (έκφρ.) μην πυροβολείτε τον πιανίστα*. β. ρίχνω με φορητό πυροβόλο όπλο και χτυπώ κπ.: Tον σκότωσαν πυροβολώντας τον στο κεφάλι. Yπουργός πυροβολήθηκε στα πόδια από τρομοκράτες.
[λόγ. πυροβόλ(ον) -ώ]