Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυξίδα η [piksíδa] Ο26 : 1α. όργανο που αποτελείται από μία μαγνητική βελόνα, ανεμολόγιο κτλ. και χρησιμοποιείται για τον προσανατολισμό· ναυτική πυξίδα: H ~ του πλοίου / του αεροπλάνου. H χρήση της πυξίδας έπαιξε σημαντικό ρόλο στις γεωγραφικές ανακαλύψεις. β. (μτφ.) κατευθυντήρια γραμμή, πρότυπο για ανθρώπινες ενέργειες: Nα έχουμε ως ~ στη ζωή μας τη διδασκαλία του Xριστού. 2. (αρχαιολ.) κουτί, συνήθ. μικρό, που χρησιμοποιούνταν για φύλαξη μικρών αντικειμένων: Ξύλινη / λίθινη / μεταλλική / ελεφάντινη ~. Mία ~ με πλούσια διακόσμηση.
[λόγ. < αρχ. πυξίς, αιτ. -ίδα `κουτί από πυξάρι΄ σημδ. ιταλ. bussola (δες μπούσουλας)]