Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυλώνας ο [pilónas] Ο2 : 1. κύρια πύλη συνήθ. μεγαλοπρεπής: Ο ~ του μοναστηριού. Οι πυλώνες των αιγυπτιακών ανακτόρων. Θολωτός ~ στολισμένος με γλυπτά. 2α. ψηλή κατασκευή συνήθ. από μέταλλο ή τσιμέντο, η οποία χρησιμοποιείται για τη στήριξη εναέριων αγωγών ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσεως: H διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος οφείλεται σε καταστροφή πυλώνα από τους ισχυρούς ανέμους. β. (μτφ.) για κτ. που θεωρείται βασικός παράγοντας ή προϋπόθεση ώστε να υπάρχει, να γίνεται, να ισχύει κτλ. κτ. άλλο: Tο αποικιακό κράτος ως ~ της βρετα νικής ισχύος.
[λόγ.: 1: αρχ. πυλών, αιτ. -ῶνα· 2: σημδ. γαλλ. pylἄne (< αρχ. πυλών)]