Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυλωρός
1 εγγραφή
πυλωρός ο [pilorós] Ο17 : (ανατ.) το κάτω στόμιο του στομάχου το οποίο οδηγεί στο δωδεκαδάκτυλο.

[λόγ. < ελνστ. πυλωρός, αρχ. σημ.: `φύλακας πύλης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες