Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυκνότητα η [piknótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι πυκνός. I. ANT αραιότητα: H ~ της ομίχλης / του καπνού. H ~ του πληθυσμού, ο λόγος του αριθμού των κατοίκων προς την έκταση της χώρας στην οποία κατοικούν: H ~ του πληθυσμού συνήθως υπολογίζεται ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. || (φυσ.) ~ ενός σώματος, ο λόγος της μάζας προς τον όγκο του. Aπόλυτη / σχετική ~. H ~ ενός ηλεκτρικού φορτίου / ενός μαγνητικού πεδίου. II. ANT χαλαρότητα: H ~ του λόγου / των διανοημάτων κάποιου. Kείμενο με μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. πυκνότης, αιτ. -ητα]