Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυγμή
1 εγγραφή
πυγμή η [piγmí] Ο29 : 1. (λόγ.) η γροθιά. 2. (μτφ.) αποφασιστικότητα, επιμονή, δυναμισμός που επιδεικνύεται στη λήψη αποφάσεων, στις ενέργειες κάποιου ή γενικά στη συμπεριφορά του: Άνθρωπος / κυβέρνηση με ~. Πολιτική πυγμής. (έκφρ.) δείχνω ~, φέρομαι αποφασιστικά.

[λόγ. < αρχ. πυγμή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες