Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρύμνη η [prímni] Ο30 : το πίσω άκρο ενός πλοίου και με επέκταση, ολόκληρο το πίσω τμήμα, σε αντιδιαστολή προς το μπροστινό άκρο ή τμήμα, δηλαδή την πλώρη· πρύμη.
[λόγ. < αρχ. πρύμνη]
- πρυμνήσια τα [primnísia] Ο40 : (λόγ., ναυτ.) οι πρυμάτσες.
[λόγ. < αρχ. πρυμνήσια]
- πρυμνήσιος -α -ο [primnísxos] Ε4 : που έχει σχέση με την πρύμνη ή που ανήκει σε αυτή: ~ ιστός.
[λόγ. < αρχ. πρυμνήσιος]