Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσχημα
4 εγγραφές [1 - 4]
πρόσχημα το [prósxima] Ο49 : ό,τι χρησιμοποιείται για τη συγκάλυψη των πραγματικών σκοπών μιας ενέργειας: Mε το ~ της φιλολαϊκής πολιτικής έδωσε δάνεια για να κερδίσει ψηφοφόρους. H προστασία της μειονότητας ήταν μόνο το ~, ο στόχος τους ήταν η κατάληψη ξένων εδαφών. Mη δίνεις προσχήματα στους αντιπάλους μας, αφορμές που να δικαιολογούν ενέργειες σε βάρος μας. || πρόφαση: Mε το ~ ότι είναι άρρωστος δεν πήγε στη δουλειά του. Ήταν ~ ότι έχασε το τρένο, απλώς δεν ήθελε να έρθει. (έκφρ.) κρατώ / τηρώ / σώζω τα προσχήματα, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι, ως προς τους τύπους, σύμφωνα με κάποιους κοινωνικούς ή ηθικούς κανόνες, για να συγκαλύψω τις πραγματικές προθέσεις μου και να μην προκαλέσω αρνητικές αντιδράσεις.

[λόγ. < αρχ. πρόσχημα]

προσχηματίζω [prosximatízo] -ομαι Ρ2.1 : σχηματίζω κτ. εκ των προτέρων, κυρίως στη μππ.: Προσχηματισμένη γνώμη / άποψη, για να δηλώσουμε προκατάληψη, έλλειψη αντικειμενικότητας.

[λόγ. προ- σχηματίζω (διαφ. το μσν. προσχηματίζομαι `προβάλλω πρόσχημα΄)]

προσχηματικός -ή -ό [prosximatikós] Ε1 : που χρησιμεύει ως πρόσχημα, που αποτελεί πρόσχημα: Οι λόγοι που επικαλέστηκε ήταν προσχηματικοί. προσχηματικά ΕΠIΡΡ: Δεν ήταν αυτή η αιτία, όπως ~ ισχυρίστηκε.

[λόγ. προσχηματ- (πρόσχημα) -ικός]

προσχηματισμός ο [prosximatizmós] Ο17 : (βιολ.) θεωρία που υποστήρι ζε ότι κάθε ζωντανός οργανισμός είναι τέλεια σχηματισμένος, σαν σε μικρογραφία, μέσα στα γεννητικά κύτταρα.

[λόγ. προ- σχηματισμός μτφρδ. γαλλ. préformation (διαφ. το ελνστ. προσχηματισμός `επιμήκυνση λέξης΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες