Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόσφυση η [prósfisi] Ο33 : α. (φυσ.) δύναμη που δρα στην επιφάνεια δύο υγρών ή στερεών σωμάτων και τα κρατάει ενωμένα. β. (μηχ.) η ικανότητα ενός οχήματος να κρατάει την επιθυμητή επαφή με το έδαφος και να μην εκτρέπεται.
[λόγ.: α: αρχ. πρόσφυ(σις) -ση· β: σημδ. γαλλ. adhérence]