Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσφυγας
1 εγγραφή
πρόσφυγας ο [prósfiγas] Ο5 : αυτός που αναγκάζεται ή εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του ή τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του και να καταφύγει σε μια ξένη χώρα ή στη χώρα της εθνικής του προέλευ σης, συνήθ. πληθ., για πληθυσμούς ή για άτομα που μετακινούνται ομαδικά: Οι πρόσφυγες από τη Mικρά Aσία, οι ελληνικοί πληθυσμοί που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή. Kύματα προσφύγων εγκαταλείπουν τις περιοχές όπου μαίνεται ο πόλεμος. Πολιτικοί / οικονομικοί πρόσφυγες, που εγκατέλειψαν τη χώρα τους για πολιτικούς / οικονομικούς λόγους. Στρατόπεδα προσφύγων, για προσωρινή εγκατάστα ση. (Zούμε) σαν (τους) πρόσφυγες, για προσωρινή και χωρίς ανέσεις εγκα τάσταση. προσφυγάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < ελνστ. πρόσφυξ, αιτ. -υγα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες