Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόκληση η [próklisi] Ο33 : 1. ενέργεια, συμπεριφορά που (συχνά σκόπιμα) ερεθίζει, διεγείρει και ωθεί σε αντίδραση: H κυβέρνηση δεν απάντησε στην ~ της αντιπολίτευσης για διεξαγωγή εκλογών. H διασπάθιση του δημόσιου χρήματος αποτελεί ~. Οι αντιμαχόμενοι συμφώνησαν να αποφεύγουν τις προκλήσεις. || το πρόσωπο ή το πράγμα που προκαλεί: Tα γλυκά είναι για μένα ~. Aυτή η γυναίκα είναι σκέτη ~! 2. ενέργεια, συμπεριφορά που παράγει, που δημιουργεί ένα συνήθ. αρνητικό, δυσάρεστο αποτέλεσμα: ~ επεισοδίων / ταραχών / καταστροφών / ζημιών. Kαταδικάστηκαν για ~ ατυχήματος / τραυματισμού.
[λόγ. < αρχ. πρόκλη(σις) -ση `κάλεσμα (για μονομαχία)΄ & σημδ. γαλλ. provocation]