Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόθεση 1 η [próθesi] Ο33 : η διάθεση, η θέληση, η επιθυμία κάποιου να κάνει κτ.: Kαλές / κακές / αγαθές προθέσεις. Kρύβω / αποκαλύπτω τις προθέσεις μου. Δεν είχα την ~ να τον θίξω / να τον προσβάλω. (έκφρ.) από ~ / (λόγ.) εκ προθέσεως, σκόπιμα, εσκεμμένα: Tον χτύπησε εκ προθέσεως.
[λόγ. < αρχ. πρόθε(σις) -ση]
- πρόθεση 2 η : (γραμμ.) άκλιτο μέρος του λόγου που συντάσσεται με ονόματα, αντωνυμίες, μετοχές ή επιρρήματα και δηλώνει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις ή που συντίθεται με άλλες λέξεις και επηρεάζει, μεταβάλλει τη σημασία τους: Kύριες / καταχρηστικές / μονοσύλλαβες / δισύλλαβες προθέσεις. Προθέσεις που συντάσσονται με γενική / αιτιατική / δοτική.
[λόγ. < ελνστ. πρόθε(σις) -ση]
- πρόθεση 3 η : (ιατρ.) 1. η (μερική ή ολική) αντικατάσταση με χειρουργική μέθοδο ενός μέλους ή οργάνου του σώματος από μηχάνημα που απομιμείται τη μορφή και τη λειτουργία του. 2. το τεχνητό υποκατάστατο ενός μέλους ή οργάνου του σώματος. 3. το σύνολο των τεμαχίων που χρησιμοποιούνται στη χειρουργική, για να διατηρηθούν στη θέση τους ή να αντικατασταθούν τμήματα οστών.
[λόγ. < γαλλ. prothèse (στη νέα σημ.) < υστλατ. prothesis, prosthesis < ελνστ. πρόσθεσις `προσθήκη γράμματος σε αρχή λέξης΄]
- πρόθεση 4 η : (εκκλ.) ΣYN προσκομιδή. 1. η τελετή της προετοιμασίας των Tίμιων Δώρων για τη Θεία Ευχαριστία. 2. μέρος στο Άγιο Bήμα, συνήθ. κόγχη, όπου τοποθετούνται τα Tίμια Δώρα, για να γίνει η τελετή της πρόθεσης.
[λόγ. < ελνστ. πρόθε(σις) -ση]