Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόβατο το [próvato] Ο42 θηλ. προβατίνα [provatína] Ο26 : 1. ζώο τετράποδο, θηλαστικό, μηρυκαστικό με πυκνό και σγουρό τρίχωμα· αρνί: Bόσκω / φυλάω / κουρεύω / σφάζω τα πρόβατα. Ένα κοπάδι πρόβατα. Tο ~ εκτρέφεται για το κρέας, το γάλα και το μαλλί του. Πάνε όλοι μαζί σαν (τα) πρόβατα. (έκφρ.) χωρίζω τα πρόβατα από τα ερίφια, ξεχωρίζω τους καλούς από τους κακούς ανθρώπους. μαύρο ~, για κπ. που διαφέρει από το σύνολο στο οποίο είναι ενταγμένος και για το λόγο αυτό δεν είναι πλήρως αποδεκτός: Tο μαύρο ~ του κόμματος / της οικογένειας. (απαρχ.) απολωλός ~, αυτός που έχει παρεκκλίνει από την ορθή πίστη, ο αμαρτωλός και με επέκταση ο διεφθαρμένος, ο άσωτος. (λόγ.) ως πρόβατον επί σφαγήν, για κπ. που οδηγείται σε καταστροφή χωρίς να το ξέρει, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. ΠAΡ έκφρ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, για κπ. που παρά την προφανή ακαταλληλότητά του, λόγω αναξιοπιστίας, τον τοποθετούν σε θέση, την οποία είναι πιθανότατο να χρησιμοποιήσει για το προσωπικό του συμφέρον ή και προς βλάβη τρίτων. ΠAΡ Όποιο ~ βγαίνει απ΄ το μαντρί, το τρώει ο λύκος, όποιος απομακρύνεται, απομονώνεται από μια ομάδα (είναι ευάλωτος και) δεν επιβιώνει. 2. (μτφ., για άνθρ.) α. απονήρευτος, αφελής: Δεν κατάλαβε ότι τον εκμεταλλεύονται, το ~! β. πράος, άκακος: Δεν πειράζει κανέναν, είναι τελείως ~. γ. άβουλος, ανόητος: Tι με πέρασε, για ~;
προβατάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό πρόβατο. 2. (πληθ.) οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται στην κορυφή των κυμάτων (όταν φυσάει δυνατός αέρας): Σήμερα η θάλασσα έχει προβατάκια. [αρχ. πρόβατον· πρόβατ(ο) -ίνα]
- προβατοκάμηλος η [provatokámilos] Ο36 : (λόγ.) το ζώο λάμα.
[λόγ. πρόβατ(ον) -ο- + κάμηλος]