Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτόκολλο
2 εγγραφές [1 - 2]
πρωτόκολλο το [protókolo] Ο40 : 1α. επίσημο βιβλίο όπου καταχωρίζεται κάθε έγγραφο που απευθύνεται σε μια δημόσια αρχή, με αύξοντα αριθμό και χρονολογία παραλαβής. || (νομ.) κάθε έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται πράξη που έγινε κυρίως από διοικητικό υπάλληλο: ~ παράδοσης και παραλαβής, πρακτικό. β. η υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για το πρωτόκολλο και τα γραφεία όπου στεγάζεται αυτή: Εργάζεται στο ~. Θα πάω στο ~. 2. διπλωματικό έγγραφο, όπου διατυπώνονται οι όροι συμφωνίας μεταξύ κρατών και το οποίο συνήθ. αποτελεί παράρτημα συνθήκης ή σύμβασης: Οι αρμόδιοι υπουργοί των δύο χωρών υπέγραψαν ~ για συνεργασία στον εκπαιδευτικό τομέα. 3. το σύνολο των κανόνων της εθιμοτυπίας, που ισχύουν στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των κρατών: Σύμφωνα με το ~ οι ξένοι πρεσβευτές πρέπει να ζητήσουν ακρόαση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στις επίσημες δεξιώσεις τηρείται πάντοτε το ~. Kαταργώ / παραβιάζω το ~. || τυπικοί κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς: Όλα έγιναν όπως απαιτεί το ~. Εμείς δεν κρατούμε το ~.

[λόγ. < μσν. πρωτόκολλον (νομ.) `πρώτο κολλημένο φύλ λο, άγραφο για να συμπληρωθεί με ονόματα κτλ.΄ σημδ. γαλλ. protocole (στη νέα σημ.) < μσνλατ. protocollum `συμβολαιογραφικό έγγραφο΄ < υστλατ. protocollum < μσν. πρωτόκολλον < πρωτο- + κολλ(ώ) -ον]

πρωτοκολλώ [protokoló] -ούμαι Ρ10.9 : καταχωρίζω ένα έγγραφο στο βιβλίο πρωτοκόλλου: H αίτηση πρωτοκολλήθηκε.

[λόγ. πρωτόκολλ(ον) -ώ μτφρδ. γαλλ. enregistrer (< registre συν. του protocole, δες πρωτόκολλο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες