Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτοσπαθάριος ο [protospaθários] Ο19 : (ιστ.) ονομασία βυζαντινών αξιωματούχων ιδίως αυλικών.
[λόγ. < μσν. πρωτοσπαθάριος < πρωτο- + σπαθάριος `σπαθοφόρος΄ < σπαθ(ί) -άριος]