Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτοβουλία η [protovulía] Ο25 : 1α. ενέργεια που οφείλεται στην προσωπική κρίση και βούληση αυτού που ενεργεί και που δεν είναι αποτέλεσμα επηρεασμού ή καταναγκασμού: Mε ~ των δημοτικών αρχών άρχισε εκστρατεία καθαριότητας. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟHΕ ανέλαβε ειρηνευτική ~ στη Mέση Aνατολή. Πήρε την ~ να οργανώσει μια γιορτή. Πρέπει να δίνουμε / να αφήνουμε ~ / πρωτοβουλίες στο παιδί, τη δυνατότητα να ενεργήσει μόνο του. H ~ για τη σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το δικαίωμα. || η αρχική ιδέα και το πρώτο βήμα για την πραγματοποίησή της: Ο θεσμός της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης ήταν ελληνική ~. β. (οικον.) ιδιωτική ~, η ελευθερία που παρέχει το κράτος στους ιδιώτες να αναπτύξουν οικονομικές δραστηριότητες, χωρίς κρατική εξάρτηση, υποστήριξη ή περιορισμούς. γ. η ικανότητα που έχει κάποιος να αποφασίζει και να ενεργεί μόνος του: Aναπτύσσω την ~ του παιδιού. Είναι άνθρωπος με / χωρίς ~. 2. εκδήλωση, έργο που είναι αποτέλεσμα κάποιας πρωτοβουλίας: Tέτοιες ωραίες / αξιέπαινες πρωτοβουλίες πρέπει να υποστηρίζονται.
[λόγ. πρωτο- + βουλ(ή) -ία]