Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτεύοντα τα [protévonda] Ο (βλ. Ε12) : (ζωολ.) τάξη ανώτερων θηλαστικών με πολλές υποδιαιρέσεις, που περιλαμβάνει τον άνθρωπο και τις διάφορες οικογένειες των πιθήκων. || (ως επίθ.): ~ θηλαστικά.
[λόγ. ουδ. πληθ. < αρχ. πρωτεύοντες `που έχουν την πρώτη θέση΄ μεε. του πρωτεύω σημδ. γαλλ. primates]