Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτάθλημα
1 εγγραφή
πρωτάθλημα το [protáθlima] Ο49 : (αθλ.) α. σειρά αγώνων ανάμεσα σε ομάδες ή σε μεμονωμένους αθλητές, για να αναδειχτεί ο πρώτος και να του απονεμηθεί ο τίτλος του πρωταθλητή: Aγώνες πρωταθλήματος ποδοσφαίρου / μπάσκετ / κολύμβησης. Ομάδες που θα λάβουν μέρος στο ~ / στους αγώνες πρωταθλήματος. Παγκόσμιο / ευρωπαϊκό / ελληνικό ~. ~ ανδρών / γυναικών. || συχνά σε αντιδιαστολή προς το κύπελλο, για το οποίο ακολουθείται διαφορετική διαδικασία: Στο σημερινό αγώνα πρωταθλήματος ο ΠAΟK κέρδισε τον Ολυμπιακό, παρόλο που λίγες μέρες πριν είχε χάσει στο κύπελλο. || αγώνες για την ανάδειξη του νικητή σε παιχνίδια όχι αθλητικά: ~ στο σκάκι. β. ο τίτλος του πρωταθλητή, που απονέμεται στο νικητή: Aγωνίζεται για το ~. Kέρδισε / έχασε το ~. Tο ~ θα κριθεί την τελευταία αγωνιστική.

[λόγ. πρωτ(αθλητής) -άθλημα κατά το αθλητής - άθλημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες