Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσφυγή η [prosfijí] Ο29 : η ενέργεια του προσφεύγω. 1. αναζήτηση λύσης σε κάποιο οξύ πρόβλημα, κυρίως όταν άλλοι τρόποι αντιμετώπισης δεν είχαν αποτέλεσμα: H ~ στις εκλογές / σε διαιτησία είναι η μόνη διέξοδος. Πρέπει να αποφύγουμε την ~ στα όπλα / στη βία. 2. (νομ.) ένδικο μέσο με το οποίο επιδιώκεται η ακύρωση, η ανάκληση ή η τροποποίηση μιας δικαστικής πράξης ή μιας δικαστικής απόφασης: Aπλή / ένδικη ~, που απευθύνεται σε διοικητική αρχή / σε διοικητικό δικαστήριο. Άσκησε ~ κατά της αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου. Aπορρίπτεται / γίνεται δεκτή η ~.
[λόγ.: 1: ελνστ. προσφυγή· 2: σημδ. γαλλ. recours]