Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσφεύγω [prosfévγo] Ρ αόρ. προσέφυγα, απαρέμφ. προσφύγει : 1. απευθύνομαι σε κπ. και ζητώ τη βοήθειά του: Θα προσφύγω σε ένα δικη γόρο για να με συμβουλέψει. Είμαι μόνος μου, δεν έχω σε ποιον να προσφύγω, να καταφύγω. 2. (νομ.) κάνω προσφυγή: Θα προσφύγω / προσέφυγα στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να ακυρωθεί η απόλυσή μου. H Ελλάδα θα προσφύγει σε διεθνείς οργανισμούς για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της στο Aιγαίο.
[λόγ.: 1: ελνστ. προσφεύγω· 2: κατά τη σημ. της λ. προσφυγή2]