Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσκυνητάρι το [proskinitári] Ο44 : κατασκευή όπου τοποθετούνται εικόνες για προσκύνημα. α. ξύλινη ή μαρμάρινη βάση μέσα στο ναό, για εικόνες ή για ιερά λείψανα. β. είδος υπαίθριου εικονοστασίου, προσφορά πιστού που το έστησε στο σημείο όπου σώθηκε από μεγάλο κίνδυνο.
[μσν. προσκυνητήριον < προσκυνη- (προσκυνώ) -τήριον μεταπλ. -ήριον > -άρι]