Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσεδάφιση η [proseδáfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσεδαφίζω· η οδήγηση μιας πτητικής μηχανής από τον αέρα ή το διάστημα στο έδαφος (της γης ή άλλου ουράνιου σώματος)· (πρβ. προσγείωση): Ο κινητήρας παρουσίασε βλάβη κατά την ~.
[λόγ. προσεδαφι- (προσεδαφίζω) -σις > -ση]