Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσδοκία η [prozδokía] Ο25 : η αναμονή με ελπίδα για κτ. καλό, θετικό: Έντονη / μεγάλη ~. Οι προσδοκίες τους δεν πραγματοποιήθηκαν. Kανείς δεν επενδύει χρήματα χωρίς την ~ κέρδους. (λόγ. έκφρ.) παρά (πάσαν) προσδοκίαν, αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς.
[λόγ. < αρχ. προσδοκία]