Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσγειώνω [prozjióno] -ομαι Ρ1 μππ. προσγειωμένος* : 1. επαναφέρω μια πτητική μηχανή (αεροσκάφος, διαστημικό όχημα, αερόστατο κτλ.) στο έδαφος, στη γη· (πρβ. προσεδαφίζω). ANT απογειώνω: Ο πιλότος κατάφερε να προσγειώσει με δυσκολία το αεροπλάνο. Tο ελικόπτερο προσγειώθηκε στη στέγη του κτιρίου. 2. (παθ.) κατεβαίνω από τον αέρα, από ένα ύψος στο έδαφος: Προσγειώθηκε με το αλεξίπτωτο. Έπεσε από τον πέμπτο όροφο και προσγειώθηκε στο έδαφος χωρίς να τραυματιστεί σοβαρά. || (επέκτ.) καταλήγω κάπου, αφού διαγράψω μια τροχιά: Tο κουνούπι έκανε μερικούς κύκλους και προσγειώθηκε στο μπράτσο της. H γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού. 3. (μτφ.) επαναφέρω κπ. στην πραγματικότητα: Έκα νε μεγάλα όνειρα, αναγκάστηκε όμως να προσγειωθεί. Οι ανυπέρβλητες δυσκολίες τον προσγείωσαν στη σκληρή πραγματικότητα. Προσγειώθη κε απότομα ύστερα από την αποτυχία στις εξετάσεις.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. πρόσγει(ος) `κοντά στη γη, στο έδαφος΄ -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. atterrir· 3: σημδ. αγγλ. bring down to earth]