Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσέχω [proséxo] -ομαι Ρ3 : 1α. συγκεντρώνω, διευθύνω τη σκέψη, την όραση, την ακοή μου σε κτ., σκέφτομαι, παρατηρώ, παρακολουθώ κτ. με ενδιαφέρον: Mιλούσε αλλά κανείς δεν (τον) πρόσεχε. Όταν το μάθημα είναι ενδιαφέρον, οι μαθητές προσέχουν και συμμετέχουν. β. ενεργώ με συγκεντρωμένο το μυαλό, τη σκέψη μου σε κτ., σ΄ αυτό που κάνω: Όταν οδηγείς, πρέπει να προσέχεις. Δεν προσέχει και κάνει ζημιές. Aν πρόσεχες, δε θα έκανες τόσα λάθη στην ορθογραφία. 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω κπ. ή κτ.: Mήπως πρόσεξες τι είπε / τι φορούσε; Συγγνώμη που δε σε πρόσεξα αλλά ήμουν απασχολημένος. Πρόσεξα ότι ήταν κάπως αφηρημένος. 3α. ασχολούμαι με κπ. ιδιαιτέρως, τον φροντίζω, τον περιποιού μαι: Ο καλός υπάλληλος προσέχει τους πελάτες και τους εξυπηρετεί πρόθυμα. Στα νοσοκομεία συχνά δεν προσέχουν τους αρρώστους και τους παραμελούν. β. εκδηλώνω ενδιαφέρον, δίνω (ιδιαίτερη) σημασία σε κπ.: Kάνει τα πάντα για να τον / την προσέξουν. Tην προσέχουν οι άντρες, δείχνουν ερωτικό ενδιαφέρον γι΄ αυτήν. γ. εκτιμώ, αντιλαμβάνομαι την αξία κάποιου προσώπου ή πράγματος: Πολλοί διανοητές δεν προσέχτηκαν στην εποχή τους όσο άξιζαν. Tον πρόσεξε ένας προπονητής και τον ανέδειξε σε μεγάλο αθλητή. 4α. παίρνω (τα) μέτρα (μου), (προ)φυλάγομαι από κτ. (έναν κίνδυνο κτλ.): ~ να μην πέσω / να μην κρυώσω / να μη βραχώ / να μην καώ. (έκφρ.) ας πρόσεχες, καλά να πάθεις. β. επιτηρώ, προφυλάγω κπ. ή κτ. (από έναν κίνδυνο): Πρόσεχε το παιδί / το σπίτι. Πρόσεχε το μαγαζί, όσο θα λείπω. γ. είμαι επιφυλακτικός, δύσπιστος απέναντι σε κπ.: Πρόσεχέ τον αυτόν, μου φαίνεται ύποπτο στοιχείο. Πρόσεχε με ποιους κάνεις παρέα. 5. συμπεριφέρομαι, ενεργώ με σύνεση, με περίσκεψη, με φροντίδα: Προσέχει πώς φέρεται / μιλάει / ντύνεται. || ως (απειλητική) προειδοποίηση: Πρόσεχε πώς μου μιλάς! Πρόσεχε τα λόγια σου! Πρόσεχε, θα χτυπήσεις! Πρόσεχε, κινδυνεύεις!
[αρχ. προσέχω]