Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προπώληση η [propólisi] Ο33 : η εκ των προτέρων πώληση: Άρχισε η ~ των εισιτηρίων για τον τελικό του κυπέλλου.
[λόγ. προ- πώλη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. vente par avance]