Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προπαρασκευαστικός -ή -ό [proparaskevastikós] Ε1 : που γίνεται, που οργανώνεται, που λειτουργεί για να προετοιμάσει κτ. ή κπ. σε κτ.: Προπαρασκευαστικές ενέργειες. Προπαρασκευαστική επιτροπή. Προπαρασκευαστικά τμήματα / μαθήματα για υποψήφιους φοιτητές. || (δίκ.) προπαρασκευαστικές πράξεις, οι ενέργειες που προηγούνται χρονικά από την τέλεση ενός εγκλήματος και συμβάλλουν στην προετοιμασία του.
προπαρασκευαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. προπαρασκευαστικός `προετοιμαστικός΄ σημδ. γαλλ. préparatoire]