Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προπέτασμα το [propétazma] Ο49 : 1. (στρατ.) φυσικό ή τεχνητό αντικείμενο που προφυλάσσει έναν ή περισσότερους στρατιώτες από την παρατήρηση ή από τα πυρά του εχθρού: ~ καπνού, νέφος που σχηματίζεται με καπνογόνα μέσα για την απόκρυψη ενός στρατιωτικού τμήματος από την παρατήρηση του εχθρού και ως ΦΡ, για ενέργειες που αποσκοπούν στην απόκρυψη της πραγματικότητας. 2α. καθετί που μεσολαβεί και εμποδίζει κπ. να δει αυτά που βρίσκονται από πίσω. β. (μτφ.) για κτ. που αποσκοπεί στην απόκρυψη της πραγματικότητας.
[λόγ. < ελνστ. προπέτασμα `κουρτίνα΄ σημδ. γαλλ. rideau (de fumée)]