Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προλετάριο
2 εγγραφές [1 - 2]
προλεταριοποίηση η [proletariopíisi] Ο33 : η κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση ατόμων ή κοινωνικών στρωμάτων και η μετατροπή τους σε προλετάριους: Οι οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές οδήγησαν στην ~ μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας.

[λόγ. προλετάρι(ος) -ο- + -ποίηση]

προλετάριος ο [proletários] Ο20α θηλ. προλετάρια [proletária] Ο27α : ο μισθωτός εργάτης, που δεν έχει δικά του μέσα παραγωγής και που το εισόδημά του προέρχεται αποκλειστικά από την πώληση της εργατικής του δύναμης: Tο καπιταλιστικό σύστημα εκμεταλλεύεται τους προλετάριους. Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε, σύνθημα του κομμουνιστικού κινήματος.

[λόγ. < ιταλ. proletario < γαλλ. prolétaire (στη νέα σημ.) < λατ. proletarius `ο φτωχός που η μόνη του συνεισφορά στο κράτος είναι η στρατιωτική υπηρεσία των παιδιών του΄· λόγ. προλετάρι(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες