Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προλέγω [proléγo] -ομαι Ρ (βλ. και λέω) αόρ. προείπα, απαρέμφ. προείπει και προειπεί, παθ. αόρ. προλέχθηκα και προειπώθηκα, απαρέμφ. προλεχθεί και προειπωθεί : 1. μιλώ για κτ. εκ των προτέρων, πριν αυτό να συμβεί, προμαντεύω: Iσχυρίζεται ότι μπορεί να προλέγει το μέλλον. 2. λέω κτ. προηγουμένως, προαναφέρω: Όπως προείπα, στην αρχή της ομιλίας μου
3. λέω, συμφωνώ κτ. εκ των προτέρων: Όλα θα γίνουν, όπως έχουν προειπωθεί.
[λόγ. < αρχ. προλέγω]