Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκαταλαμβάνω [prokatalamváno] -ομαι Ρ (βλ. καταλαμβάνω) μππ. προκατειλημμένος* : επηρεάζω, πείθω κπ. να σχηματίσει για ένα θέμα γνώμη εκ των προτέρων, με βάση τη δική μου άποψη και πριν να το μελετήσει ο ίδιος: Tον προκατέλαβαν εναντίον μου. Δε θέλω να σε προκαταλάβω.
[λόγ. < αρχ. προκαταλαμβάνω `κυριεύω από πριν΄ σημδ. γαλλ. préoccuper (παλ. σημ.)]