Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκαταβάλλω [prokataválo] -ομαι Ρ (βλ. καταβάλλω) : καταβάλλω, πληρώνω ένα χρηματικό ποσό εκ των προτέρων: ~ το ενοίκιο / το μισθό τριών μηνών.
[λόγ. < ελνστ. προκαταβάλλω `ρίχνω κάτω πρώτα΄ κατά τη σημ. του καταβάλλω σημδ. γαλλ. payer d΄avance, avancer]