Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκατάληψη η [prokatálipsi] Ο33 : 1. αρνητική γνώμη, διάθεση για κπ. ή για κτ., η οποία διαμορφώνεται εκ των προτέρων: Πρέπει να κρίνεις χωρίς ~. 2. αρνητική προδιάθεση, στάση απέναντι σε πρόσωπα ή σε ομάδες, η οποία βασίζεται σε στερεότυπες πεποιθήσεις και όχι σε πραγματι κά χαρακτηριστικά: Yπάρχει ~ κατά των δημοσίων υπαλλήλων / κατά των φεμινιστικών οργανώσεων.
[λόγ. < αρχ. προκατάληψις `προηγούμε νη κατάληψη΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. prévention]