Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προικα
1 εγγραφή
προίκα η [príka] Ο25 λόγ. γεν. και προικός : 1. (νομ.) τα περιουσιακά στοιχεία που προσφέρονταν από τη νύφη στο γαμπρό με το γάμο, ως συμβολή στην αντιμετώπιση των οικογενειακών βαρών: Ο θεσμός της προίκας έχει καταργηθεί νομικά. Δίνω / παίρνω / ζητώ ~. Nύφη με / χωρίς ~. ΦΡ έχω την ~ αφάγωτη, έχω ακέραιο, δεν έχω εξαντλήσει κτ. (ένα αγαθό, μια παροχή κτλ.). 2. η κινητή ή ακίνητη περιουσία που συνεισφέρει η νύφη στη νέα της οικογένεια: Tο σπίτι που κάθονται είναι ~ της νύφης. 3. τα προσωπικά είδη της νύφης, το κινητό μέρος της προίκας2: Kεντάει την ~ της. Tα σεντόνια / το τραπεζομάντιλο / οι πετσέτες είναι της προίκας της. || Είδη προικός, κυρίως για καταστήματα όπου πωλούνται τέτοια είδη. || (επέκτ.) τα προσωπικά είδη του γαμπρού. 4. (μτφ., προφ.) για κτ. το οποίο κρίνεται ως απαραίτητο, ως αναγκαίο για να ξεκινήσει ή να λειτουργήσει καλά κτ.: (Δώστε) ~ στην παιδεία, κονδύλια, χρήματα για τη βελτίωσή της. || (περιπαικτικά): Ο βουλευτής έφυγε από το κόμμα παίρνοντας μαζί και την ~ του, τους προσωπικούς του ψηφοφόρους. προικούλα η YΠΟKΟΡ.

[αρχ. προίξ, αιτ. προῖκα· προίκ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες