Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προηγιασμένος -η -ο [proijiazménos] Ε3 : (εκκλ.) Προηγιασμένα Δώρα, τα Tίμια Δώρα (ο άρτος και ο οίνος) που προέρχονται από προηγούμενη λειτουργία. Λειτουργία των Προηγιασμένων (Δώρων) και ως ουσ. η Προηγιασμένη, η Θεία Λειτουργία κατά την οποία χρησιμοποιούνται τα Προηγιασμένα Δώρα.
[λόγ. < μσν. προηγιασμένος μππ. του προαγιάζω `αγιάζω από πριν΄ < προ- αγιάζω]