Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προεόρτιος -α -ο [proeórtios] Ε6 : 1. που προηγείται της γιορτής, που συμβαίνει πριν από αυτήν. 2. (ως ουσ.) τα προεόρτια. ANT μεθεόρτια: α. ο εορτασμός (εκδηλώσεις, τελετές) κατά τις παραμονές μιας γιορτής. β. (μτφ.) ενέργειες, καταστάσεις, γεγονότα που προμηνύουν, που προαναγγέλλουν κτ. το οποίο πρόκειται να συμβεί, να επακολουθήσει: Tα προεόρτια της νίκης / της ήττας / της καταστροφής.
[λόγ.: 1: ελνστ. προεόρτιος· 2: μσν. σημ.]