Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προγκάω [proŋgáo] & -ώ Ρ10.2α μππ. προγκηγμένος & προγκάρω [proŋgáro] Ρ6α & προγκίζω [pron
ízo] Ρ2.3α μππ. προγκισμένος : (οικ.) 1. αποδοκιμάζω, χλευάζω ομαδικά κπ. με φωνές και θόρυβο· γιουχαΐζω: Tο πλήθος / το κοινό άρχισε να προγκάει τον ομιλητή / τους ηθοποιούς. 2. φέρομαι απότομα, σκληρά σε κπ., τον αποπαίρνω: Ήρθε να μου ζητήσει πάλι δανεικά κι εγώ τον πρόγκηξα. 3. (λαϊκότρ.) α. (για ζώα) φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία και θόρυβο, για να φοβίσω ένα ζώο ή κοπάδι και να το διώξω ή να το κάνω να προχωρήσει, να το οδηγήσω κάπου: Έβγαλε τα κατσίκια απ΄ το μαντρί και τα πρόγκηξε κατά το βοσκοτόπι. Πρόγκη ξε το σκυλί, για να μην πλησιάσει στα φαγητά. β. ξαφνιάζομαι, τρομάζω: Tο άλογο πρόγκηξε από τις ντουφεκιές. [πρόγκ(α) -άω, -άρω, -ίζω]