Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προαίρεση η [proéresi] Ο33 : ενδόμυχη ψυχική (συναισθηματική και διανοητική) τάση, προδιάθεση, πρόθεση, που οδηγεί σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις προτιμήσεων και επιλογών: Ενεργώ / κάνω κτ. με αγαθή / καλή / κακή ~. Είχα όλη την καλή ~ να τον βοηθήσω. || (έκφρ.) κατά ~, με ελεύθερη βούληση, χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς, προαιρετικά. || (φιλοσ.) η γενική κατεύθυνση της σκέψης και του θυμικού του ανθρώπου, με βάση την οποία κρίνει ηθικά τις πράξεις τις δικές του και των άλλων.
[λόγ. < αρχ. προαίρε(σις) -ση `πρόθεση, θέληση΄]